Δημήτρης Ποταμιάνος
Με ελάχιστες εξαιρέσεις- την αγριοτριανταφυλλιά, βεβαίως, μεταξύ αυτών τα αγριολούλουδα δεν μυρίζουν. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η λεπτή ευωδιά τους σκορπάει στις βουνοπλαγιές και στους ανοιχτούς κάμπους και για μας τουλάχιστον τους ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο να την νιώσουμε έντονα, όπως θα θέλαμε, στη μύτη μας.
Αρκούμαστε έτσι στο μυροβόλο οπωσδήποτε αεράκι. Επίσης, τ’ αγριολούλουδα κομμένα είναι γνωστό πως δεν έχουν παρά λίγες μόνο ώρες ζωής. Κι έτσι, ενώ μπορούν πράγματι να συνθέσουν ένα εκθαμβωτικό μπουκέτο, μικρά μόνο περιθώρια μας αφήνουν να χαρούμε την καμαρωτή σύνθεσή μας στο βάζο. (Η καλή φίλη Καλή Δοξιάδη πρόλαβε να με διαψεύσει βέβαια με τα μινιατουρίστικα σφηνάκια της που χάρη στο απαράμιλλο γούστο της υποδέχονται φιλόξενα ζωηρόχρωμους αγριομενεξέδες, νεραγκούλες του αγρού, σταφυλάκια, ανεμώνες, μολόχες, καλέντουλες κ.ά.
Δεν θα μου αρνηθεί ωστόσο, πιστεύω, πως τα μικροσκοπικά βαζάκια της χρειάζονται συνεχή και συνεπή ανανέωση. Ας είναι καλά τα πυκνοϋφασμένα ανοιξιάτικα χαλιά που μπορεί και χαίρεται γύρω της.)
Ας είναι, αλλού θέλω να το πάω εγώ σήμερα. Μου έκανε πάντα εντύπωση που στο Κτήμα Κατσαρού, στην Κρανιά Ολύμπου, ο πατέρας και δημιουργός τής πρότυπης μονάδας, Δημήτρης Κατσαρός, γιατρός κι ερασιτέχνης οινοποιός και ο γιός του ο Ευριπίδης- σπουδαγμένος αμπελουργός και οινολόγος αυτός, αψηφώντας τους περιορισμούς που προανέφερα- φευγαλέα μυρωδιά, μικρή διάρκεια ζωής- θέλησαν να ταυτίσουν το λευκό κρασί τους με τα αγριολούλουδα της έδρας τού Δωδεκάθεου.
Το καμάρι τους είναι καμωμένο από την ξενική ποικιλία Chardonnay, που έχει όμως ιδανικά εγκλιματισθεί στις πλαγιές του Ολύμπου (ικανή υψομετρική καλλιέργεια). Ασφαλώς και επεδίωκαν να έχουν ένα εύσωμο, μακράς πνοής (με διαρκή βελτίωση στο μπουκάλι μετά τη ζύμωση στο βαρέλι) άσπρο κρασί, που θα ξεχώριζε μάλιστα ιδίως με την πλούσια, ζωηρή, εκφραστική κι εύκολα αναγνωρίσιμη ποικιλιακή «μύτη» του. (Το Chardonnay διακρίνεται, σημειωτέον, για όλα αυτά τα χαρίσματα.) Το σήμα που αποφάσισαν να καταθέσουν στην ετικέτα του- κάθε χρόνο κι ένα καινούριο αγριολούλουδο του ιερού βουνού όση χάρη κι αν απέπνεε, κινδύνευε, σύμφωνα πάντα με όσα προείπαμε, να τους προδώσει. Ένταση και ρώμη γύρευαν να σηματοδοτήσουν, ισχνό το άρωμα και διαβατική η ομορφιά τού ετήσιου δείγματός τους.
Μου λύθηκε κάποια στιγμή η απορία. Το λευκό τού Κτήματος Κατσαρού εμφιαλώθηκε για πρώτη φορά το 2000. Μετράμε λοιπόν έως σήμερα 12 υψηλόβαθμες και συνεπώς ιδιαίτερα ανθεκτικές σοδειές.
Το κρασί είναι βέβαια για να το ξοδεύουμε, να το πίνουμε δηλαδή με καλή απαραιτήτως πάντα συντροφιά. Δεν είναι λίγοι ωστόσο εκείνοι αναμεσά μας που έχουν την υπομονή να παρακολουθήσουν τη χαρισματική ωρίμανσή του. Μ’ ένα σμπάρο δυό τρυγόνια αν μου επιτρέπετε τη χρήση τού επιθετικού αυτού γνωμικού: Ξέρουμε ότι μας περιμένει πάντα ένα γεροδεμένο κρασί στην αυτοσχέδια κάβα μας αλλά βρίσκουμε όμως εκεί, με τους διαδοχικούς τρύγους τού Κτήματος της Κρανιάς, και την πιο ζηλευτή και άφθαρτη ανθοδέσμη.